- ὄκλασμα
- ὄκλασμαsquattedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όκλασμα — ὄκλασμα, τὸ (Α) [οκλάζω] είδος περσικού χορού με γοργές κινήσεις, κατά την εκτέλεση τού οποίου ο χορευτής καθόταν, κατά διαστήματα, με κεκαμμένα τα σκέλη … Dictionary of Greek